ἔλλειμμα — defect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλλειμμα — το (AM ἔλλειμμα) αυτό που λείπει από κάτι και το οποίο έπρεπε ή προβλεπόταν να υπάρχει νεοελλ. φρ. 1. «έλλειμμα ταμείου» το ποσό κατά το οποίο τα μετρητά υπολείπονται τού λογιστικού υπολοίπου 2. «έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου» το ποσό κατά το… … Dictionary of Greek
έλλειμμα μάζας — Όρος που στη φυσική υποδηλώνει τη διαφορά ανάμεσα στη μάζα του πυρήνα και στη συνολική μάζα των πρωτονίων και των νετρονίων από τα οποία αυτός αποτελείται. Επειδή η μάζα του πυρήνα είναι μικρότερη από την ολική μάζα των πρωτονίων και των… … Dictionary of Greek
διαφραγματικό έλλειμμα — Συγγενές έλλειμμα που χαρακτηρίζεται από την παρουσία μίας τρύπας στο τοίχωμα που χωρίζει τις δύο καρδιακές κοιλότητες … Dictionary of Greek
ἐλλειμμάτων — ἔλλειμμα defect neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλείμμασι — ἔλλειμμα defect neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλείμμασιν — ἔλλειμμα defect neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλείμματα — ἔλλειμμα defect neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλείμματι — ἔλλειμμα defect neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλείμματος — ἔλλειμμα defect neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)